λωγανιον

λωγανιον
    λωγάνιον
    τό бычачий подгрудок Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λωγανιον" в других словарях:

  • λωγάνιον — και, κατά τον Ησύχ., λωγάλιον και, κατά το λεξ. Σούδα, λογάνιον, τὸ (Α) το πολύπτυχο λιπώδες δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λαμυρίς («καὶ λωγάνιον καὶ τοῡ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δέρμα… …   Dictionary of Greek

  • λωγάνιον — dewlap of oxen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήγω — (AM λήγω) 1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι» Ομ. Ιλ. γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.) 2. (αμτβ.) καταλήγω,… …   Dictionary of Greek

  • λαμυρίς — λαμυρίς, ίδος, ἡ (Α) το λιπαρό δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λωγάνιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. λαμυρός] …   Dictionary of Greek

  • λωγάς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πόρνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λωγάνιον* και εμφανίζει επίθημα ας, άδος, ενώ για την παρόμοια σημασιολογική εξέλιξη, από «δέρμα» με σημ. «πόρνη», πρβλ. κασαλβάς, κασαυράς, κασωρίς, λατ. scortum. Επίσης συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • λώγασος — λώγασος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ταυρεία μάστιξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το λωγάνιον*] …   Dictionary of Greek

  • φάρυγγας — (Ανατ.). Σωληνοειδής ανατομικός σχηματισμός, που βρίσκεται μπροστά από την αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης· επάνω φτάνει έως τη βάση του κρανίου και επικοινωνεί μπροστά με τις κοιλότητες της μύτης και του στόματος, στα πλάγια με το μέσον… …   Dictionary of Greek

  • (s)lēg- : (s)lǝg- and (s)leg- —     (s)lēg : (s)lǝg and (s)leg     English meaning: weak, feeble     Deutsche Übersetzung: ‘schlaff, matt sein” (from “loslassen”), from ‘schlaff” about “weichlich” also “wollũstig”     Note: nasal. (s)leng (= leng ‘swing, waver”?)     Material …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»